- δικαιολόγος
- δικαιο-λόγος, seine Gerechtsame vortragend u. verteidigend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δικαιολόγος — δικαιολόγος, ο (Μ) ο ειδικός στη «δικαιολογία», στην υποστήριξη κατηγορουμένου ενώπιον τού δικαστηρίου, ο συνήγορος … Dictionary of Greek
δικαιολόγος — advocate masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιολόγοι — δικαιολόγος advocate masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιολόγον — δικαιολόγος advocate masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιολόγους — δικαιολόγος advocate masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιολόγων — δικαιολόγος advocate masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
ԻՐԱՒԱԲԱՆ — (ի, ից.) NBH 1 0871 Chronological Sequence: Unknown date, 11c ա. δικαιολόγος, ἁληθινός caussidicus justus, verax. Ստուգաբան. իրաւախօս, արդարախօս, եւ իրաւամբք կամ արդար դատախազ. *Այպանօղք են՝ քն իրաւաբան. Իսիւք.: Եւ իրաւամբք ասացեալ. իրաւացի.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)